- λιπόπνους
- λιπόπνους, -ουν, ασυναίρ. -οος, -οον (Α)1. εγκαταλελειμμένος από την πνοή, άπνους, νεκρός2. (για τον Άδη) αυτός στον οποίο λείπει κάθε πνοή, στον οποίο επικρατεί νεκρική σιγή («λιπόπνους, Ἅιδης», Ορφ. Υμν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)-* + -πνους (< πνοή)].
Dictionary of Greek. 2013.